πρωτόκαρπος

πρωτόκαρπος
-ον, Α
αυτός που αποφέρει τους πρώτους καρπούς του, που δίνει την πρώτη του σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + καρπός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτόκαρπον — πρωτόκαρπος yielding the first harvest masc/fem acc sg πρωτόκαρπος yielding the first harvest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”